ιχθυάλευρο

ιχθυάλευρο
Ζωοτροφή σε μορφή αλευριού που παρασκευάζεται από ολόκληρα ψάρια ή τα απορρίμματά τους. Ονομάζεται και ψαράλευρο. Τα κατάλοιπα ψαριών που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή ι. πλένονται καλά και αποστειρώνονται και στη συνέχεια υφίστανται επεξεργασία ξήρανσης και ψήνονται. Το ι. είναι πλούσιο σε ασβέστιο, φώσφορο και αποτελεί συμπληρωματική τροφή για τα πουλερικά και τους χοίρους.
* * *
το
(συν. πληθ.) τα ιχθυάλευρα
προϊόντα με αλευρώδη σύσταση που περιέχουν κατάλοιπα ψαριών και χρησιμοποιούνται ως κτηνοτροφές και, ειδικότερα, ως πτηνοτροφές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ιχθυ(ο)- — (AM ἰχθυ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής από τη λ. ἰχθύς, ύος, «ψάρι». ΣΥΝΘ. ιχθυγόνος, ιχθυοειδής, ιχθυoκένταυρος, ιχθυόκολλα, ιχθυολογώ, ιχθυοπώλης, ιχθυοτρόφος, ιχθυοφάγος, ιχθυοφόρος αρχ. ιχθυβολεύς, ιχθύβολος, ιχθυβόλος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”